σνιφάρω


σνιφάρω
Προφορά

Ετυμολογία
σνιφάρω └αγγλ┘sniff

Ερμηνεία
ρήμα σνιφάρω

✦ εισπνέω από τη μύτη κοκαΐνη: δώδεκα από τους… νεαρούς ηθοποιούς σνιφάρουν, καπνίζουν ή χτυπάνε ενέσεις ηρωίνης (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.