σνακ


σνακ
Προφορά

Ετυμολογία
σνακ └αγγλ┘snack

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σνακ

✦ ελαφρύ, πρόχειρο πρόγευμα καθώς και η τροφή που τρώγει κάποιος ανάμεσα στα κανονικά γεύματα
✦ στον πληθ. σνακς, γεν. ονομ. για μια κατηγορία τροφίμων που προορίζονται για τέτοιου είδους ελαφρά, πρόχειρα γεύματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.