σνίχι
Προφορά
Ετυμολογία
σνίχι – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σνίχι
✦ αυχένας, σβέρκος: τους είχε βγει το παρανόμι μαυροτράχηλοι… γιατί το αψύ φυσικό τους, περισσότερο παρά το πύρωμα του ήλιου, έκανε να μελανιάζει κάθε τόσο το σνίχι τους (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–