σνίτσελ


σνίτσελ
Προφορά

Ετυμολογία
σνίτσελ └γερμ┘ Schnitzel

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σνίτσελ

✦ λεπτές φέτες κρέατος, που τηγανίζονται αφού τις βουτήξουμε σε χτυπημένο αβγό και τις πασπαλίσουμε με τριμμένη φρυγανιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.