σμπαράλια


σμπαράλια
Προφορά

Ετυμολογία
σμπαράλια └ιταλ┘sbaraglio (= σκόρπισμα)

Ερμηνεία
σμπαράλια

✦ ουσ. τρίμματα, θρύψαλα, συντρίμμια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.