σμπίρος


σμπίρος
Προφορά

Ετυμολογία
σμπίρος └ιταλ┘sbirro

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σμπίρος

✦ αστυνομικός υπάλληλος: όπως οι σμπίροι του περιποιούνται τους τρόφιμους των τουρκικών μπουντρουμιών (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.