σμιλευτός


σμιλευτός
Προφορά

Ετυμολογία
σμιλευτός μεταγενέστερη ελληνική σμιλευτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σμιλευτός -ή, -ό

✦ κατεργασμένος με σμίλη, λαξευτός, σκαλιστός

Συνώνυμα
γλυπτός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.