σμηκτικός


σμηκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
σμηκτικός μεταγενέστερη ελληνική σμηκτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σμηκτικός -ή, -ό

✦ που έχει καθαρτική δύναμη: σμηκτικά φάρμακα
✦ σμηκτική κατάσταση, η ενδιάμεση, μεταξύ κρυσταλλικής και υγρής, κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.