σμαράγδι
Προφορά
Ετυμολογία
σμαράγδι μεταγενέστερη ελληνική σμαράγδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού σμάραγδος, ινδ. αρχής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σμαράγδι
✦ πολύτιμος διαφανής λίθος με βαθυπράσινο χρώμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–