σμάρι
Προφορά
Ετυμολογία
σμάρι εσμάριον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ἑσμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σμάρι
✦ σμήνος, ιδ. μελισσών
✦ (μτφ. ) μεγάλο πλήθος: σε μικρή λαγκαδιά μέσα ξεχώρισε ένα σμάρι πλατάνια (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–