σμάλτο


σμάλτο
Προφορά

Ετυμολογία
σμάλτο └ιταλ┘smalto

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σμάλτο

✦ υαλώδες επίχρισμα σε σκεύη, κομψοτεχνήματα κτλ.
✦ (συνεκδ.) αντικείμενο διακοσμημένο με το επίχρισμα αυτό
✦ κολλώδης βαφή που επιτυγχάνεται με πυράκτωση
✦ ουσία των δοντιών, η αδαμαντίνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.