σλάλομ


σλάλομ
Προφορά

Ετυμολογία
σλάλομ └διεθν┘slalom, νορβηγ. λ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σλάλομ

✦ χιονοδρομικό αγώνισμα που συνίσταται στην κατάβαση με ειδική πίστα μεγάλης κλίσης και τους διαδοχικούς ελιγμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.