σκώπτω


σκώπτω
Προφορά

Ετυμολογία
σκώπτω αρχαία ελληνική σκώπτω

Ερμηνεία
ρήμα σκώπτω

✦ χλευάζω, κοροϊδεύω: σκώπτει το φίλο του για την απρονοησία του (Ν. Χουρμουζιάδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.