σκύφος


σκύφος
Προφορά

Ετυμολογία
σκύφος αρχαία ελληνική σκύφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκύφος

✦ είδος ποτηριού από πηλό, με δύο οριζόντιες λαβές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.