σκύμνος


σκύμνος
Προφορά

Ετυμολογία
σκύμνος αρχαία ελληνική σκύμνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκύμνος

✦ νεογέννητο λιονταριού ή άλλου άγριου ζώου: σα λέαινα που της πήραν μέσ’ απ’ το άντρο της το σκύμνο (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.