σκύλος
Προφορά
Ετυμολογία
σκύλος αρχαία ελληνική σκύλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σκύλος
✦ θηλ. σκύλα κατοικίδιο σαρκοφάγο θηλαστικό, ο κύων
✦ το σκυλόψαρο
✦ καρχαρίας
✦ (μτφ. ) άνθρωπος, υπερβολικά σκληρός
✦ ακαταπόνητος
✦ φρ. γίνομαι σκύλος, οργίζομαι υπερβολικά – σαν το σκύλο με τη γάτα, φιλονικούν συνεχώς μεταξύ τους – σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει, δεν εκτελεί όσα απειλεί ότι θα κάνει κάποιος: να μη φοβάσαι… το φονιά μου είπε με συμπόνεση… Σκύλος που γαβγίζει δε δαγκώνει (Π. Πρεβελάκης) εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του, για εντολές που δεν εκτελούνται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–