σκύβω
Προφορά
Ετυμολογία
σκύβω μεσαιωνική ελληνική σκύπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκύβω
✦ γέρνω το σώμα ή το κεφάλι προς τα εμπρός
✦ (μτφ. ) φρ. σκύβω το κεφάλι, υπακούω δουλικά, υποτάσσομαι
✦ (μτφ. ) ασχολούμαι, ενδιαφέρομαι για κάτι: η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει με ενδιαφέρον στα προβλήματα των αγροτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–