σκότιση


σκότιση
Προφορά

Ετυμολογία
σκότιση σκοτίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκότιση

✦ σκοτισμός
(μτφ. ) σύγχυση, ζάλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.