σκόρπιος
Προφορά
Ετυμολογία
σκόρπιος σκορπίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σκόρπιος -ια, -ιο
✦ διεσπαρμένος σε διάφορες κατευθύνσεις, εδώ κι εκεί, διασκορπισμένος: κομμάτια σκόρπια εδώ κι εκεί, που προσπαθούμε να συναρμολογήσουμε χωρίς επιτυχία (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μαζεμένος
Επιρρήματα
σκόρπια