σκόρερ


σκόρερ
Προφορά

Ετυμολογία
σκόρερ └αγγλ┘scorer

Ερμηνεία
σκόρερ

✦ άκλ. ουσ. παίκτης που σημειώνει τέρμα, καλάθι, πόντους σε αθλοπαιδιά (ποδόσφαιρο, μπάσκετ κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.