σκόπευση


σκόπευση
Προφορά

Ετυμολογία
σκόπευση μεταγενέστερη ελληνική σκόπευσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκόπευση

✦ κατεύθυνση βολής στο στόχο, σημάδεμα: με τη σιγουριά που είχα πάντα στη σκόπευση πρόκανα κι άδειασα τις μπαταριές μου πάνω τους (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.