σκόπελος


σκόπελος
Προφορά

Ετυμολογία
σκόπελος αρχαία ελληνική σκόπελος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκόπελος

✦ βράχος που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας
(μτφ. ) σημαντικό εμπόδιο

Συνώνυμα

Αντίθετα
ύφαλος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.