σκόνη
Προφορά
Ετυμολογία
σκόνη αρχαία ελληνική κόνις, με ανάπτυξη προθετ. σ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σκόνη
✦ λεπτότατα μόρια χώματος, κονιορτός
✦ φαρμακευτικό ή άλλο παρασκεύασμα σε λεπτότατα μόρια ύλης, κόνις
✦ φρ. ρίχνω σκόνη στα μάτια, εξαπατώ – τον έκανε σκόνη, εξουδετέρωσε τον αντίπαλο με τον οποίο διαφωνούσε, τον κατανίκησε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–