σκόλασμα


σκόλασμα
Προφορά

Ετυμολογία
σκόλασμα σκολάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σκόλασμα

✦ το τέλος, η διακοπή εργασίας ή μαθήματος
✦ απόλυση από δουλειά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.