σκυλοπνίχτης


σκυλοπνίχτης
Προφορά

Ετυμολογία
σκυλοπνίχτης μεσαιωνική ελληνική σκυλοπνίκτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκυλοπνίχτης

(μτφ. ) παλιό και κακοτάξιδο καράβι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.