σκυλίσιος
Προφορά
Ετυμολογία
σκυλίσιος σκύλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σκυλίσιος -ια, -ιο
✦ ο του σκύλου: σκυλίσιο δέρμα
✦ (μτφ. ) γεμάτος κακουχίες, στερήσεις, δυσκολίες: σκυλίσια ζωή – της ατέλειωτης σκυλίσιας δουλειάς (Μ. Καραγάτσης)
✦ (μτφ. ) σκληρός, που ταιριάζει σε σκύλο: τους είχανε βασανίσει τότε με σκυλίσια καρδιά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–