σκραπ
Προφορά
Ετυμολογία
σκραπ └αγγλ┘scrap (=υπόλειμμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το σκραπ
✦ γεν. ονομασία για άχρηστα, παλιά κομμάτια μετάλλων τα οποία χύνονται ξανά, και χρησιμοποιούνται για την εκ νέου παραγωγή μετάλλων και κραμάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–