σκούφια


σκούφια
Προφορά

Ετυμολογία
σκούφια μεσαιωνική ελληνική σκούφια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκούφια

✦ πάνινο κάλυμμα της κεφαλής, ιδ. για βρέφη
✦ φρ. από πού κρατάει η σκούφια του, ποια η καταγωγή του – βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με, γι’ αυτούς που επικρίνουν άλλους για πράξεις που και οι ίδιοι κάνουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.