σκούζω
Προφορά
Ετυμολογία
σκούζω αρχαία ελληνική σκύζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκούζω
✦ φωνάζω δυνατά, ουρλιάζω: «πώς θα τον αφήσεις ορφανό;…», έσκουζ’ η παραμάνα (Κ. Βάρναλης)
✦ κλαίω γοερά: και σκούζουνε σκληρά οι μοιρολογήτρες (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (για ζώα) βγάζω δυνατή, στριγκιά φωνή: το χαροπούλι έσκουζε με στριγκιά φωνή (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
στριγκλίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–