σκουτέλι


σκουτέλι
Προφορά

Ετυμολογία
σκουτέλι μεσαιωνική ελληνική σκουτέλλι(ο)ν, υποκοριστικό του └λατιν┘ scutella > scutum

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σκουτέλι

✦ μικρή γαβάθα: κρατώντας προσεχτικά δυο πιάτα με φαΐ κι ένα σκουτέλι (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.