σκουριάζω
Προφορά
Ετυμολογία
σκουριάζω μεταγενέστερη ελληνική σκωριάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκουριάζω
✦ οξειδώνω, σκεπάζω κάτι με σκουριά
✦ (αμτβ.) οξειδώνομαι, αποκτώ σκουριά: τώρα του Κρούμου το σπαθί κρέμεται και σκουριάζει (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) σκουριασμένες ιδέες, απαρχαιωμένες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–