σκουλαρίκι
Προφορά
Ετυμολογία
σκουλαρίκι μεσαιωνική ελληνική σχολαρίκιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκουλαρίκι
✦ κόσμημα αναρτημένο από το αφτί, ενώτιο
✦ φρ. να το βάλεις σκουλαρίκι, ως απειλή, πρόσεχε, να θυμάσαι καλά τα λόγια μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–