σκουλαμέντο
Προφορά
Ετυμολογία
σκουλαμέντο └ιταλ┘scolamento
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκουλαμέντο
✦ η βλενόρροια: αρρώστιες κάθε λογής, από εξανθηματικό ίσαμε σκουλαμέντο, θερίζανε το στρατό (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–