σκουλήκι


σκουλήκι
Προφορά

Ετυμολογία
σκουλήκι μεσαιωνική ελληνική σκουλήκιν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σκουλήκι

✦ ζώο με επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα
✦ η προνύμφη, η κάμπια των εντόμων
✦ (ειδ.) ο μεταξοσκώληκας
(μτφ. ) άνθρωπος τιποτένιος, σιχαμερός
✦ σκέψη ή συναίσθημα που κατατρώει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.