σκοτώστρα


σκοτώστρα
Προφορά

Ετυμολογία
σκοτώστρα σκοτώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκοτώστρα

✦ η λ. ως χαρακτηρισμός για καθετί που θεωρείται ότι σκοτώνει, θέτει σε κίνδυνο και αφαιρεί τη ζωή: τι να τον κάμει τον παπά ή το δάσκαλο ο πολεμιστής που παίζει τη σκοτώστρα του; (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.