σκοτώνω
Προφορά
Ετυμολογία
σκοτώνω μεσαιωνική ελληνική σκοτώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκοτώνω
✦ αφαιρώ τη ζωή κάποιου, θανατώνω
✦ φρ. σκοτώνω την ώρα μου, διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος με μηδαμινά πράγματα
✦ (μτφ. ) ταλαιπωρώ ψυχικά ή σωματικά, καταβασανίζω
✦ εξευτελίζω, αφανίζω: τον σκοτώνεις μ’ αυτά που λες
✦ εκποιώ, ξεπουλώ: κάτι βιβλία που είχε τα σκότωσε
✦ (μέσ.) σκοτώνομαι, χάνω τη ζωή μου: σκοτώθηκε στον πόλεμο
✦ αυτοκτονώ
✦ (μτφ. ) μωλωπίζομαι, τσακίζομαι
✦ τυραννιέμαι, καταταλαιπωρούμαι
✦ δείχνω μεγάλο ζήλο, εξαιρετική προθυμία: σκοτώθηκε να μας περιποιηθεί – σκοτώνεται στη δουλειά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–