σκοτούρα
Προφορά
Ετυμολογία
σκοτούρα όψιμο μεσαιωνική ελληνική σκοτούρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σκοτούρα
✦ ζάλη, σκοτοδίνη
✦ (μτφ. ) συνεχής ενόχληση, μπελάς, δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα: έχει ένα σωρό σκοτούρες η δόλια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–