σκοτοδότης


σκοτοδότης
Προφορά

Ετυμολογία
σκοτοδότης μεσαιωνική ελληνική σκοτοδότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκοτοδότης

✦ που φέρνει το σκοτάδι του θανάτου, θανατηφόρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.