σκοτεινός
Προφορά
Ετυμολογία
σκοτεινός αρχαία ελληνική σκοτεινός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σκοτεινός -ή, -ό
✦ που δε φωτίζεται, βυθισμένος στο σκοτάδι
✦ σκούρος, βαθύχρωμος
✦ (μτφ. ) μυστηριώδης
✦ (μτφ. ) ασαφής, δυσνόητος: σκοτεινό ύφος
✦ απόκρυφος
✦ (μτφ. ) θλιβερός, δυστυχής
✦ (μτφ. ) καταχθόνιος, απαίσιος: σκοτεινή ψυχή
✦ πληθ. ουδ. τα σκοτεινά ως ουσ., τόπος όπου επικρατεί σκοτάδι: φρ. στα σκοτεινά, στο σκοτάδι, (κ. μτφ.) στην αβεβαιότητα
Συνώνυμα
άφεγγος
Αντίθετα
φωτεινός, φεγγερός ,ανοιχτός ,καθαρός, λαγαρός
Επιρρήματα
σκοτεινά (βλ. λ.) (Κ σκοτεινώς)