σκοτεινιάζω


σκοτεινιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
σκοτεινιάζω σκοτεινιά

Ερμηνεία
ρήμα σκοτεινιάζω

✦ (αμτβ.) βυθίζω ή βυθίζομαι στο σκοτάδι: είχε η βεράντα σκοτεινιάσει – (κ. μτφ.) σκοτείνιασε ο νους του – σκοτεινιασμένη ψυχή
✦ (μτβ.) κάνω κάτι σκοτεινό: η έκλειψη ηλίου σκοτείνιασε τον κόσμο
✦ αμαυρώνω
✦ παθαίνω σκοτοδίνη
(μτφ. ) σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω
✦ (απρόσ.) σκοτεινιάζει, βραδιάζει, νυχτώνει

Συνώνυμα

Αντίθετα
φέγγει, χαράζει
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.