σκορπιός
Προφορά
Ετυμολογία
σκορπιός αρχαία ελληνική σκορπίος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σκορπιός
✦ γένος αρθροπόδων που η ουρά τους απολήγει σε δηλητηριώδες κεντρί
✦ είδος ψαριού
✦ (ναυτ.) δοκάρι του σκελετού των πλοίων
✦ (ως κύρ. όν.) ο όγδοος αστερισμός του ζωδιακού κύκλου
✦ (αστρολ.) το όγδοο ζώδιο
✦ πρόσωπο που έχει γεννηθεί στο διάστημα που θεωρείται ότι καλύπτει το ζώδιο σκορπιός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–