σκορπαλευράς


σκορπαλευράς
Προφορά

Ετυμολογία
σκορπαλευράς σκορπίζω + αλεύρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκορπαλευράς

✦ θηλ. σκορπαλευρού άνθρωπος σπάταλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.