σκορπίζω


σκορπίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σκορπίζω αρχαία ελληνική σκορπίζω

Ερμηνεία
σκορπίζω

✦ κ. σκορπώ ρ. (σκόρπ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) διαλύω σύνολο και πετώ τα μέρη του εδώ κι εκεί, διασπείρω
✦ (συνεκδ.) εκπέμπω, διαχέω
✦ κομματιάζω, σπάζω
(μτφ. ) σπαταλώ
✦ (αμτβ.) συντρίβομαι, κατακομματιάζομαι
✦ διαλύομαι, διασπείρομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.