σκορδοκαΐλα


σκορδοκαΐλα
Προφορά

Ετυμολογία
σκορδοκαΐλα σκόρδο + καΐλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκορδοκαΐλα

✦ καυστικό αίσθημα από γεύση ή πέψη σκόρδου
✦ (συνήθ. μτφ. κ. ειρων.) ως έκφραση περιφρονητικής αδιαφορίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.