σκοπός


σκοπός
Προφορά

Ετυμολογία
σκοπός αρχαία ελληνική σκοπός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκοπός

✦ σημείο βολής, στόχος, σημάδι
✦ επιδίωξη, πρόθεση: αντικειμενικός σκοπός, ο κύριος, ο σπουδαιότερος
✦ φρ. από σκοπού, επίτηδες, σκόπιμα – έχω σκοπό, σκοπεύω, προτίθεμαι
✦ (μουσ.) μελωδία, ρυθμός: ένα πιάνο έπαιζε μες τη νύχτα κι ο σκοπός δεν του ήταν άγνωστος (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.