σκοπεύω


σκοπεύω
Προφορά

Ετυμολογία
σκοπεύω αρχαία ελληνική σκοπεύω

Ερμηνεία
ρήμα σκοπεύω

✦ κατευθύνω τη βολή στο στόχο, σημαδεύω
✦ παρατηρώ με οπτικό όργανο
✦ (μτφ. μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.) έχω σκοπό, προτίθεμαι να κάνω κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.