σκονάκι


σκονάκι
Προφορά

Ετυμολογία
σκονάκι υποκορ. του σκόνη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σκονάκι

✦ μικρή ποσότητα φαρμάκου σε σκόνη
✦ δόση ναρκωτικού
(μτφ. ) μικρό σημείωμα απ’ όπου αντιγράφει εξεταζόμενος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.