σκολιωτικός Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply σκολιωτικόςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/σκολιωτικός.mp3Ετυμολογίασκολιωτικός αρχαία ελληνική σκολιόω-ῶ Ερμηνεία└επίθετο┘ σκολιωτικός -ή, -ό ✦ που προκαλεί σκολίωση ✦ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από σκολίωση Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–