σκολειό


σκολειό
Προφορά

Ετυμολογία
σκολειό μεταγενέστερη ελληνική σχολεῖον

Ερμηνεία
σκολειό

✦ (Κ σχολείον) δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα όπου γίνεται διδασκαλία, εκπαιδευτήριο: τα σκολειά χτίστε (Κ. Παλαμάς)
✦ (συνεκδ.) το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ένα τέτοιο ίδρυμα
✦ (συνεκδ.) το σύνολο των μαθητών και διδασκόντων ενός σχολείου
(μτφ. ) κάθε χώρος στον οποίο μπορεί κάποιος να μάθει κάτι, να αναπτύξει ιδιαίτερες ικανότητες, να αποκτήσει πείρα κτλ.: ο στρατός είναι μεγάλο σχολείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.