σκολίωση
Προφορά
Ετυμολογία
σκολίωση μεταγενέστερη ελληνική σκολίωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σκολίωση
✦ κύρτωμα, στράβωμα |(ιατρ.) δυσμορφία κατά την οποία η σπονδυλική στήλη παρουσιάζει μόνιμη κλίση στα πλάγια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–